- ιδανισμός
- ο1. ιδανικότητα.2. τάση για εξιδανίκευση: Την ποίηση του Σολωμού τη διακρίνει ιδανισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.